- μάχιμος
- -η, -ο (ΑM μάχιμος, -ον και μάχιμος, -η, -ον)1. ικανός, επιτήδειος για μάχη, πολεμικός, αξιόμαχος («αἱ μάχιμοι μυριάδες», Ηρόδ.)2. πολίτης ικανός για πόλεμο, οπλίτης, στρατιώτηςνεοελλ.1. αυτός που ανήκει σε στρατιωτικό σώμα ή σε στρατιωτική δύναμη που πρόκειται να λάβει μέρος σε μάχη («μάχιμος αξιωματικός»)2. φρ. «μάχιμα όπλα» — τα πέντε όπλα τού στρατού ξηράς με τα οποία διεξάγεται η μάχη, δηλαδή το πεζικό, το πυροβολικό, τα τεθωρακισμένα, το μηχανικό και οι διαβιβάσειςμσν.1. (για όπλα) αυτός που χρησιμοποιείται σε μάχη («σιδηρᾱ μάχιμα ὅπλα δρεπανηφόρα», Καναν.)2. εριστικός («τοιαῡτα πέπονθα δεινά, κρατάρχα στεφηφόρε, παρὰ μαχίμου γυναικὸς καὶ τρισαλιτηρίας», Πρόδρ.)3. το ουδ. ως ουσ. τὸ μάχιμονμάχη, πολεμική σύγκρουση (εἰς κίνδυνον ἦλθε τοῡ γενέσθαι μέσον τῶν ἀδελφῶν μέγα τι μάχιμον καὶ λυπηρόν», Σφρ. Χρον.)αρχ.1. το ουδ. ως ουσ. τὸ μάχιμονοι μαχητές, η τακτική στρατιωτική δύναμη («πρὸς τὸ μάχιμον αὐτῶν τὸ ὁπλιτικόν», Θουκ.)2. συζητήσιμος3. φρ. α) «ἐς τό μάχιμον» — στον πόλεμοβ) «οἱ μάχιμοι»(ειδικά στήν Αίγυπτο) η τάξη τών πολεμιστών.επίρρ...μαχίμως και μάχιμα (ΑM μαχίμως)πολεμικά, με μαχητικό τρόπο ή με μαχητική διάθεση.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαχ.- τού μάχομαι + κατάλ. -ιμος (πρβλ. ζώσ-ιμος, λύσ-ιμος)].
Dictionary of Greek. 2013.